κατερύκω

κατερύκω
κατερύκω (Α)
κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ κάποιον («μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρύκω «αναχαιτίζω, περιορίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατερύκω — κατερύ̱κω , κατερυκάνω pres subj act 1st sg κατερύ̱κω , κατερυκάνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • κατερυκάνω — (Α) (παρεκτεταμ. τ. τού κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • κατερυκτικός — κατερυκτικός, ή, όν (Α) [κατερύκω] πάπ. αυτός που περιορίζει, που αναχαιτίζει, ανασχετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”